Από τη Λειβαδιά στην Αθήνα και από το marketing και τη διαφήμιση στο… σανίδι. Πως προέκυψαν όλα αυτά;
Γενικά όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πάρα πολύ η διαφήμιση γιατί είχαμε στο οικογενειακό περιβάλλον ανθρώπους που δούλευαν σαν κειμενογράφοι. Επειδή μου φάνηκε ενδιαφέρον το ότι κάνεις κάτι καλλιτεχνικό, το οποίο δεν είναι καλλιτεχνικό αλλά εμπεριέχει όλα τα στοιχεία, γράψιμο, σκηνοθεσία, έχει κάποια πράγματα τα οποία είναι πολύ κοντά και ήταν μια εύκολη λύση μέχρι να μέχρι να βρω ένα τρόπο να φύγω από αυτό και να ασχοληθώ με τα καλλιτεχνικά μου. Ήταν πολύ χρήσιμη η εμπειρία μου στην διαφήμιση γιατί σαν κειμενογράφος αυτό που έμαθα ήταν οικονομία λόγου. Είδα μετά, στα κείμενα που έγραφα για το stand up, πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία γιατί δεν βάζεις ούτε μια λέξη παραπάνω, κρατάς την ουσία. Όταν σε τριάντα δευτερόλεπτα πρέπει να πεις τα πάντα με εύσχημο τρόπο και να μείνουν και στον άλλον είναι πολύ μεγάλο μάθημα. Κάποια στιγμή τα παράτησα, στα τριάντα μου, που αποφάσισα πως άμα δεν το κυνηγήσω εγώ δεν θα έρθει να πέσει πάνω μου η ευκαιρία να δουλέψω μόνο στο ευρύτερο χώρο της τέχνης. Τα παράτησα και μου βγήκε σε καλό μέχρι στιγμής, με κάποιες δυσκολίες βέβαια.
Είπες αποφάσισες να το κυνηγήσεις, Πόσο το κυνήγησες και πόσο εύκολο ήταν τελικά;
Να σου πω καταρχάς πως όταν ήμουν μικρός ήθελα να ασχοληθώ με την μουσική, δηλαδή αυτό ήταν το χόμπι μου και η αγάπη μου. Έχω παίξει με συγκροτήματα, έχω πάρει κάποιες διακρίσεις, είχαν ενδιαφερθεί και κάποιες δισκογραφικές να μας υπογράψουν συμβόλαιο κλπ. αλλά δεν το προχωρήσαμε γιατί το διαλύσαμε όταν έφυγε ο κιθαρίστας μας για Θεσσαλονίκη. Οπότε για μένα όλη η ιστορία με το stand up και το κείμενο ήρθε ουρανοκατέβατο σαν χόμπι αναζητώντας μια καλλιτεχνική διέξοδο, ακόμα κι όταν έκανα τα «Σκερτσάκια» και τα «Σφηνάκια» δεν αισθανόμουν επαγγελματίας, δηλαδή ότι από αυτό θέλω να ζήσω. Ήμουν μεταξύ του ενός και το άλλου. Οπότε όταν έφυγα από το Comedy Club και πήγα στο House of Art και αρχίσαμε να κάνουμε δικές μας παραστάσεις και μετά έπαιξα στο θέατρο του Κιμούλη, που ήταν μεγάλη σκηνή και είδα ότι αυτό το πράγμα μπορεί να λειτουργήσει μαζικά, άρχισα να σκέφτομαι ότι μπορώ να φύγω. Οπότε αποφασίζοντας να φύγω έπρεπε να βρω μια άλλη διέξοδο, κυρίως οικονομική κι αυτή ήρθε μέσα από το ραδιόφωνο. Έκανα ραδιόφωνο και πιο μικρός, όταν ήμουν στη Λειβαδιά, μουσικές εκπομπές, αλλά είχα ξεκινήσει δειλά-δειλά να κάνω στον Σκαϊ κάποια πεντάλεπτα. Το ένα έφερε το άλλο και έφυγα από την εταιρία όταν έκλεισα ένα συμβόλαιο τριών μηνών στην ΕΡΑ ΣΠΟΡ κι είπα κάτι θα γίνει σε αυτούς τους τρείς μήνες και έγιναν πολλά η αλήθεια είναι. Πέρασα και πείνες, ούτε μια, ούτε δύο, ούτε τρείς, δεν αισθάνομαι ότι έχει στρώσει το πράγμα ακριβώς αλλά αυτό για το οποίο ήμουν σίγουρος είναι ότι ακόμη και σε αυτή τη λογική περιπέτειας που έχω μπει νιώθω καλύτερα. Δηλαδή προτιμώ να στερούμαι πράγματα έτσι, παρά να έχω περισσότερα πράγματα αλλιώς, που δεν μου αρέσει.
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι κανένας από τους δύο τομείς, ούτε η διαφήμιση, ούτε η τέχνη είναι σε άνθιση οπότε…
Η εταιρία από την οποία έφυγα δεν υπάρχει καν, έχει κλείσει και ήταν πολυεθνική, Αμερικάνικη κιόλας.
Ήσουν σε μεγάλες εταιρίες…
Ναι ήμουν σε τρείς μεγάλες εταιρίες. Και η τελευταία από την οποία έφυγα, τέσσερα χρόνια μετά έκλεισε.
Είπες ότι το ραδιόφωνο αποτελεί το βασικό σου έσοδο αλλά όχι το μοναδικό, μεταφέρεις το stand up εκεί;
Όχι δεν μεταφέρω το stand up στο ραδιόφωνο ποτέ, δεν μεταφέρεται πουθενά, το stand up είναι σεταρισμένο για το θέατρο. Το θέμα ότι στο ραδιόφωνο αυτό που κάνω χρησιμοποιεί τα υλικά της κωμωδίας, δηλαδή το φορμάτ έκφρασης, τον τρόπο σκέψης. Δεν κάνω πολιτικές παρεμβάσεις, σάτιρα κλπ, την πολιτική τη βαριέμαι κιόλας στην κωμωδία. Αυτή την στιγμή στο Βήμα Fm κάνω μια εκπομπή με την Κατερίνα Τσάβαλου που είναι κάτι σαν την μάχη των φύλλων. Συζητάμε θέματα «ζευγαρικά» όπως το λέει και η Κατερίνα και κάποια για τους celebrities που είναι ο αληθινός πολιτισμός σε αυτή τη χώρα και έτσι το αντιμετωπίζουμε. Λέω κοφτά, ότι δεν μεταφέρεται, γιατί αν υπάρχει απουσία του γέλιου, της αναπνοής του ρυθμού που σου δίνει ο κόσμος, καταργείται το stand up, είναι σαν να μιλάω μόνος μου.
Πες μας για το stand up, είναι μια μορφή επιθεώρησης;
Ναι, ο επιθεωρησιακός μονόλογος είναι. Δηλαδή αν το μεταφράζαμε στα Ελληνικά σημαίνει επιθεωρησιακός μονόλογος.
Και η λογική του είναι γραμμένο κείμενο ή μπορεί να αλλάξει και από αυτό που εισπράττεις από το κοινό;
Το να αλλάξεις τα κείμενα το κάνεις, εγώ το κάνω. Φέτος έχω γράψει δύο ολόκληρες παραστάσεις σε διάρκεια και διάλεξα κείμενα για να καταλήξω στο τελικό. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ παρεξηγημένο το είδος. Δηλαδή αν ρωτήσεις κάποιον, τυχαία, που δεν ξέρει, έχει απλά ακούσει και δεν έχει δει θα σου πει ότι είναι αυτό που λένε διάφορα ανέκδοτα, γελάνε και κοροϊδεύουν τον κόσμο. Μόνο αυτό δεν είναι. Σαφώς κάποιοι αυτό κάνουν και είναι αυτοί που βγάζουν κακό όνομα σε όλους τους υπόλοιπους, αλλά τα stand up είναι μια αυστηρή θεατρική φόρμα που η μόνη διαφορά που έχει απʼ το κλασσικό θέατρο είναι ότι δεν έχει τέταρτο τοίχο. Δηλαδή είσαι ο εαυτός σου και μιλάς στον κόσμο. Δεν τους απευθύνεις τον λόγο, δεν κατεβαίνεις να τους μιλήσεις, να τους βάλεις το μικρόφωνο να τους ρωτήσεις, αλλά παρουσιάζεις κάτι που είναι πολύ πιο κοντά στο ρεαλιστικό. Δεν υποδύομαι κάτι και ακόμη και αν υποδύεσαι κάτι παύει να είναι stand up.
Δε σχολιάζεις δηλαδή κάτι στην διάρκεια της παράστασης;
Κοίτα, ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο. Εγώ το κομμάτι που κάνω συνήθως, φέτος ας πούμε έχω φτιάξει μια παράσταση η οποία μιλάει για τα ζευγάρια. Το λέω στον τίτλο, είναι μια παράσταση για τους άντρες, τις γυναίκες, το σεξ και την ζωή μας. Ξεκινάω λέγοντας πως είναι η δική μου ζωή. Δηλαδή πλέον αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι συγκατοικώ με την κοπέλα μου και ξεκινάω πως βλέπω την ζωή μου πλέον μέσα από την συγκατοίκηση και μετά πάμε σε πιο γενικά θέματα, γάμους, παιδιά, μαμάδες. Υπάρχουν δύο ενότητες, η μία λέει ότι έχω μάθει πλέον για τις γυναίκες αλλά ξεκινάει ορίζοντας το περιβάλλον της εποχής, δηλαδή ότι τα πράγματα δεν είναι πια όπως ήταν πριν δέκα, είκοσι χρόνια. Τώρα έχουμε social media, τεχνολογία που έχει επηρεάσει τις σχέσεις κι αυτό έρχεται πολύ γλυκά και τρυφερά και χτίζει πάρα πολλά αστεία για πράγματα τα οποία αναγνωρίζουμε όλοι. Είτε υπάρχει μνημόνιο είτε δεν υπάρχει, αν τσακωθείς με τον άντρα σου αυτό είναι το πρώτο θέμα στο μυαλό σου, ο λογαριασμός της ΔΕΗ είναι το δεύτερο. Θέλω να πω δηλαδή ότι η κωμωδία είναι αυτό που έλεγε ο Μαρκ Τουαίην «γελάει το κοινό με τον εαυτό του, αναγνωρίζει τον εαυτό του». Επίσης κάτι σημαντικό για μένα το είδος κωμωδίας που κάνω εγώ, για αυτό έχω επιλέξει να είμαι μόνος μου και να έχω κάποια guest που πλαισιώνουν μουσικά κυρίως την παράσταση, είναι μια ροή, δηλαδή δεν είναι σκόρπια θέματα. Σαφώς και μπορώ να αλλάξω αλλά για μένα εξυπηρετούν μια σκαλέτα που έχω και το κάθε θέμα έχει άμεση σύνδεση με το επόμενο.
Στην Ελλάδα είναι λίγο υποτιμημένο το stand up εν αντιθέσει με το εξωτερικό.
Στο εξωτερικό είναι λαϊκό θέαμα. Εκεί οι σκάουτερς των καναλιών ψάχνουν σε comedy clubs για τα νέα ταλέντα στην τηλεόραση, την κωμωδία κλπ. Εδώ δεν είναι λαϊκό θέαμα, τώρα κάτι πάει να γίνει, αρχίζει και γυρίζει λίγο το πράγμα.
Μάλλον παρεξηγημένο είναι…
Πιστεύω ότι η παρεξήγηση έχει ξεκινήσει από αυτό που είπα πριν, ότι κατεβαίνουν, πειράζουν τον κόσμο, κάνουν αστεία σε βάρος του κόσμου. Δηλαδή ο κόσμος γελάει με τον δίπλα του, που είναι ηλίθιο να το κάνεις αυτό, υποτιμάς τον εαυτό σου.
Το έκανε ο Πανούσης αυτό…
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά με τον Πανούση, είναι ο Πανούσης, το ξέρεις. Αν θέλεις είναι κομμάτι του σόου του, δηλαδή στον Πανούση ξέρεις ότι έχει τραγούδια, έχει πρόζα κι έχει πείραγμα στο κοινό. Αν βγάλεις ένα από τα τρία δεν είναι ο Πανούσης. Σε εμάς δεν είναι έτσι. Κάποιος που δε μας ξέρει θέλει πέντε-δέκα λεπτά να ζεσταθεί, να καταλάβει που το πάω, ποιος είμαι, τι κάνω, τον Πανούση τον ξέρεις, είναι αυτός. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους γνωστούς κωμικούς.
Η σάτιρα έχει όρια; Η τέχνη γενικά… Αν ναι ποια είναι αυτά;
Η δική κωμωδία μου δεν είναι από την φύση της κωμωδία σύγκρουσης είναι η κατηγορία που λένε οι Αμερικάνοι το observational comedy δε μεταφράζεται ακριβώς στα Ελληνικά, είναι κωμωδία παρατηρήσεων ας πούμε, δεν την περιγράφει ακριβώς η ελληνική ορολογία όσο η εγγλέζικη. Για μένα η σάτιρα έχει όρια, κάθε κοινωνία έχει τα δικά της δεδομένα και τα δικά της όρια, αλλά αυτά τα όρια μπαίνουν από το κοινό. Η ποιο απλή μορφή αποδοκιμασίας για ένα είδος τέχνης είναι να μη πάει ο κόσμος να το δει. Δηλαδή αν ανεβάσω εγώ μια παράσταση και δεν πατήσει άνθρωπός ή γίνει χαμός στην πρώτη παράσταση και από τη δεύτερη δεν ξαναέρθει κανένας πάει να πει ότι αυτοί βγήκαν και είπαν ότι είναι μάπα η παράσταση μην πάτε. Τελικά μπορεί να λέμε όλοι ότι οι κριτικοί μας έγραψαν καλά πράγματα κλπ. αλλά τελικά το ερώτημα είναι: εισιτήρια έκανες; Γιατί στον κόσμο απευθύνεσαι. Οπότε κατʼ επέκταση μπορώ να σου πω ότι οποιαδήποτε αρχή προσπαθεί να περιορίσει οποιαδήποτε έκφραση καλλιτεχνική προσωπικά σα θεατή με αφήνει αδιάφορο, δηλαδή μπορεί να νιώσω και προσβεβλημένος αν κάποιος άλλος αποφασίσει για το τι θα δω ή δε θα δω. Γιατί πραγματικά μπορεί να μου στερούν το δικαίωμα να πάω, να το δω και να διαφωνήσω και να πω όχι, αυτοί που φωνάζουν ενδεχομένως έχουν δίκιο αλλά αφήστε με να το δω να κρίνω. Η περιέργεια συνήθως είναι προέκταση του κρύβω κάτι. Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι η σάτιρα κρατάει ένα μαχαίρι πίσω απʼ την πλάτη, κατά τη γνώμη μου αυτό είναι, πρέπει να είναι αιχμηρή, κοφτερή και απʼ την άλλη σίγουρα η σάτιρα που ενοχλεί είναι επιτυχημένη σάτιρα. Από την άλλη όμως ξέρουμε όλοι πάρα πολύ καλά και μιλάω για την κωμωδία, ότι η κωμωδία ποτέ δεν άλλαξε τον κόσμο. Δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Η κωμωδία εξυπηρετεί άλλα ένστικτα μέσα μας, δηλαδή αυτό που λένε καμιά φορά ότι σε καιρούς κρίσης ο κόσμος θέλει γέλιο, δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη βλακεία από αυτό. Ξέρεις κανέναν άνθρωπο που να είναι σε καιρό ευδαιμονίας και να λέει: «σε παρακαλώ, θέλω να κλάψω, φτάνει το γέλιο θέλω λίγο κλάμα», είναι μεγάλη μπαρούφα αυτό άμα το σκεφτείς. Η κωμωδία σαφώς και εμπεριέχει το μήνυμα αλλά στο σερβίρει γλυκά, ένα θέλεις να το πάρεις το μήνυμα και να το επεξεργαστείς έχει καλώς, αν δε θέλεις όμως και δεν είσαι υποχρεωμένος, ο σκοπός έχει επιτευχθεί κάνοντας σε να γελάσεις, τόσο απλά.
Γιατί να έρθει ο κόσμος στην παράσταση σου;
Να έρθει γιατί θα περάσει καλά. Γιατί θα γελάσει με πράγματα τα οποία τον αφορούν και είναι ένα κλικ πιο δίπλα από εκεί που σε αφήνει η καθημερινότητα να σκεφτείς. Την ώρα δηλαδή που συμβαίνει κάτι δεν προλαβαίνεις να δεις την αστεία του πλευρά για αυτό και σε εκνευρίζει. Ένα κλικ πιο δίπλα όμως, που αυτή είναι η δουλειά του κωμικού, βρίσκεται το αστείο, στο δίνει, στο υπογραμμίζει και την επόμενη φορά που θα σου συμβεί θα θυμηθείς το αστείο του κωμικού οπότε θα είναι σαφώς λιγότεροι σημαντικό αυτό που θα σου συμβεί.
Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας δηλαδή;
Ναι, βέβαια. Αυτό το οποίο κάνουν και ξένοι και έλληνες κωμικοί είναι ότι σου φέρνουν μπροστά στα μάτια σου αυτό το οποίο ζεις, δηλαδή κάποια πράγματα που κάνω είναι περιγραφή καταστάσεων. Είχα ένα κομμάτι πέρυσι που έδειχνα πως τσακώνεται ένα ζευγάρι στο αμάξι, δεν έκανα τίποτα, παντομίμα έκανα και πέθαινε ο κόσμος στα γέλια. Αυτό συμβαίνει γιατί έβλεπαν αυτό που τους έχει συμβεί, το έβλεπαν μπροστά τους, το έχουν κάνει, το έχω δει και στο διπλανό αμάξι. Στους περισσότερους που δεν έχουν έρθει και προσπαθώ να τους περιγράψω τι θα δουν, τους λέω πως μόνο αν έρθεις θα καταλάβεις ακριβώς περί τίνος πρόκειται κι όταν έρχονται μου το επιβεβαιώνουν. Δεν μπορείς να το περιγράψεις αυτό το πράγμα αν δεν το δεις. Δυστυχώς υπηρετώ ένα είδος κωμωδίας που πρέπει να το δει κάποιος για να το νιώσει, να το καταλάβει ακριβώς, πως στήνεται και πως γίνεται. Το σίγουρο είναι ότι δεν ενοχλώ τον κόσμο.
Πες μας και για το Comedy Lab.
Κατʼ αρχήν πήραμε το βραβείο πέρυσι στα e-awards ως καλύτερο web tv. Αυτό ξεκίνησε εκ των ενόντων, άνθρωποι που είχαμε το ίδιο μεράκι και γνωριζόμασταν από την κωμωδία φτιάξαμε αυτήν την ιστοσελίδα η οποία πάει πάρα πολύ καλά. Έχει γίνει σημείο αναφοράς και για τους δημιουργούς, δηλαδή εμάς που είμαστε πιο έτοιμοι και ξέρουμε πώς να στήσουμε την δουλειά, αλλά και για νέους ανθρώπους οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να εκπαιδευτούν, κάτι που δε θα συνέβαινε σε κανένα κανάλι, δε θα τους έδινε αυτό το χώρο. Είναι μια κολεκτίβα σεναριογράφων, σκηνοθετών, παραγωγών και ηθοποιών που γράφουν, παίζουν κλπ και έχει δύο κομμάτια. Έχει το κομμάτι της παραγωγής που αναλαμβάνουμε εμείς, με mini sitcoms, σάτιρα και άνθρωποι οι οποίοι έρχονται σε μας με μια ιδέα που δεν μπορούν να υλοποιήσουν λόγω απουσίας τεχνικών μέσων, τους βοηθάμε σε κάποιες περιπτώσεις αν γίνεται και μπορεί να προχωρήσει η δουλειά ή και άνθρωποι οι οποίοι φτιάχνουν κάτι δικό τους και θέλουν ένα χώρο να το ανεβάσουν. Ιδεολογικά τουλάχιστον αυτό που με καλύπτει εμένα και είπα ναι κατευθείαν να το στήσουμε και να το κάνουμε είναι ότι δίνεις βήμα σε ανθρώπους που δεν έχουν αλλού βήμα κι επίσης δουλεύεις χωρίς την ανόητη λογική του καναλάρχη που θα σου πει αυτό όχι έτσι, αυτό όχι αλλιώς. Βέβαια η τηλεόραση έχει κανόνες που δεν έχει το internet, δε θέλω να κατηγορήσω την τηλεόραση αλλά εκεί μπορείς να κάνεις και να πεις πράγματα πολύ πιο άνετα και πιο δημιουργικά. Κι εμείς έχουμε κάνει εκπομπές που θα θέλαμε να δούμε και οι ίδιοι στο internet ή στην τηλεόραση. Για μένα το internet πια, γιατί γνωρίζω όλο και περισσότερους ανθρώπους κι αισθάνομαι ότι ανήκουμε στο ίδιο οικοσύστημα, είναι πλέον μια κοινότητα η οποία έχει ταυτότητα στην Ελλάδα, δηλαδή ξέρεις ποιοι είναι οι ιντερνετάνθρωποι ή οι άνθρωποι που κάνουν κωμωδία και βλέπεις ότι όλο και περισσότεροι όταν θέλουν να δουν κάτι αστείο πάνε στο internet. Κάποτε έψαχναν στο youtube σε ξένα κανάλια τώρα ψάχνουν και στο Comedy Lab.
Ασχολείσαι με πάρα πολλά. Ραδιόφωνο, τηλεόραση, θέατρο, το Comedy Lab, ιδανικά τι θα ήταν αυτό που θα ήθελες να κάνεις περισσότερο απʼ όλα; Τι αγαπάς πιο πολύ;
Να γράφω. Είναι το άπαν, εν αρχή είνʼ ο λόγος. Γιατί ούτε stand up μπορώ να κάνω άμα δε γράφω ούτε ραδιόφωνο ενδεχομένως, δεν καλλιεργώ τα αντανακλαστικά μου. Γενικά μου αρέσει να γράφω πάρα πολύ. Δε βαριέμαι ποτέ, μπορώ να κάτσω δέκα ώρες στον υπολογιστή να σημειώνω, να σκαλίζω, να σβήνω, να γράφω. Πεθαίνω να βλέπω το κείμενο να σχηματίζεται σιγά-σιγά, λέξη-λέξη. Αυτό, το απολαμβάνω πάρα πολύ. Εγώ δεν ήθελα να ανέβω στη σκηνή ποτέ, πήγα να πω στα παιδιά έχω κείμενα, θέλετε να σας δώσω; Και μου είχε πει η ιδιοκτήτρια του Comedy Club δεν γίνεται έτσι, ανεβαίνεις και τα παίζεις, έτσι ξεκίνησα. Αλλά το γράψιμο είναι η αρχή για μένα σε όλη τη δουλειά, δε μπορώ να κάνω τίποτα αν δε γράφω. Μου αρέσει πάρα πολύ, δεν βαριέμαι ποτέ.